- γελοιογραφικός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με τη γελοιογραφία2. «γελοιογραφικό περιοδικό» — αυτό που περιέχει γελοιογραφίες3. το θηλ. ως ουσ. η γελοιογραφικήη τέχνη τού γελοιογράφου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γελοιογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου].
Dictionary of Greek. 2013.